Η διάγνωση του καρκίνου του μαστού γίνεται με ειδικές εξετάσεις, που περιλαμβάνουν:
Την Κλινική εξέταση (ψηλάφηση)
Την Μαστογραφία (ακτινολογική εξέταση του μαστού)
Το υπερηχογράφημα μαστού
Την Μαγνητική τομογραφία του μαστού
Την Κυτταρολογική εξέταση (με παρακέντηση δια λεπτής βελόνης)
Την Ιστολογική εξέταση (Βιοψία)
Κλινική εξέταση: Εάν παρατηρήσετε οποιαδήποτε ανωμαλία στο δέρμα ή στον μαζικό αδένα (τον μαστό σας) θα πρέπει να απευθυνθείτε σε ειδικό γιατρό (ειδικό χειρουργό – μαστολόγο ή ογκολόγο), ο οποίος θα ψηλαφίσει τόσο το στήθος όσο και τους λεμφαδένες στην μασχάλη σας και θα σας υποβάλει σε μία γενικότερη εξέταση του σώματος για την ανίχνευση άλλων ευρημάτων, που ενδεχομένως χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης για απομακρυσμένες εστίες. Η εξέταση πρέπει να γίνεται από ειδικό για να αποφεύγονται «λάθη» ή/και υποεκτιμήσεις των ευρημάτων, που μπορεί να έχουν σημαντικό κόστος για την εξέλιξη της νόσου και την ίδια τη ζωή.
Η Κλινική εξέταση μπορεί να έχει και προληπτικό χαρακτήρα και πρέπει πάντα να συνοδεύει οποιονδήποτε άλλο διαγνωστικό έλεγχο.
Μαστογραφία (ακτινογραφία του μαστού): Αποτελεί τη βασική απεικονιστική εξέταση των μαστών. Όταν η γυναίκα προσέρχεται για τον ετήσιο προληπτικό έλεγχο των μαστών της, χωρίς να έχει προηγηθεί η διαπίστωση οποιουδήποτε κλινικού ευρήματος είτε από την ίδια είτε από γιατρό, αναφερόμαστε στην εξέταση ως «προληπτική μαστογραφία». Αντίθετα, εάν έχει ανιχνεύσει η ίδια ή ο γιατρός της με κλινική εξέταση κάποιο ογκίδιο ή ύποπτο σύμπτωμα στους μαστούς, τότε ο τελευταίος μπορεί να συστήσει διαγνωστική μαστογραφία για περαιτέρω αξιολόγηση αυτής της ανωμαλίας.
Η τεχνική της μαστογραφίας έχει εξελιχθεί σημαντικά σήμερα, ώστε να δίνει ιδιαίτερα αξιόπιστες εικόνες με την βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας (ψηφιακή ή ψηφιοποιημένη μαστογραφία). Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν αρκεί η μαστογραφία για να θέσει την διάγνωση και χρειάζονται και άλλες συμπληρωματικές εξετάσεις όπως το υπερηχογράφημα, η ελαστογραφία ή η μαγνητική τομογραφία
Υπερηχογράφημα μαστού: Η τεχνική της υπερηχογραφίας χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα υψηλής συχνότητας για να παράγει λεπτομερείς εικόνες του εσωτερικού του μαστού. Ο υπέρηχος έχει περιορισμένη αξία και βοηθάει κυρίως στη διαφορική διάγνωση ανάμεσα σε ένα συμπαγή όγκο και μια κύστη γεμάτη υγρό. Θεωρούνται ασφαλείς για τις έγκυες γυναίκες και τις μητέρες που θηλάζουν καθώς, σε αντίθεση με τις ακτίνες X και τις αξονικές, οι υπέρηχοι δεν χρησιμοποιούν ακτινοβολία. Αποτελεί χρήσιμο συμπληρωματικό εργαλείο, κυρίως για τον έλεγχο των πυκνών μαστών ή των μαστών με ινοκυστικό χαρακτήρα. Η τεχνική της υπερηχογραφίας έχει επίσης εξελιχθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια και έχει εμπλουτισθεί με την ελαστογραφία, που αποτελεί την πλέον αξιόλογη εξέλιξη των υπερήχων και με την οποία εκτιμάται η σκληρότητα-ελαστικότητα των ιστών, που παρατηρούνται κατά τον συνήθη υπερηχογραφικό έλεγχο.
Μαγνητική τομογραφία μαστού (MRI): Μια μηχανή μαγνητικής τομογραφίας χρησιμοποιεί έναν μαγνήτη και ραδιοκύματα για να δημιουργήσει εικόνες του εσωτερικού του μαστού σας. Η ασθενής δεν εκτίθεται σε ακτινοβολία με την μαγνητική μαστογραφία. Είναι συμπληρωματική εξέταση συνήθως με συγκεκριμένες ενδείξεις για γυναίκες υψηλού κινδύνου κυρίως (όπως στην πρώιμη διάγνωση και παρακολούθηση γυναικών με μετάλλαξη χαρακτηριστική κληρονομικού καρκίνου). Δεν μπορεί να αντικαταστήσει την μαστογραφία, δεδομένου ότι δεν μπορεί να ανιχνεύσει μικροαποτιτανώσεις, μπορεί να δώσει συχνότερα ψευδώς θετικά ευρήματα με αποτέλεσμα περισσότερες άσκοπες βιοψίες, έχει υψηλό κόστος και περιορισμένη διαθεσιμότητα. Είναι μία πολύ χρήσιμη εξέταση που έχει όμως συγκεκριμένες ενδείξεις και πρέπει πάντα να διενεργείται με βάση αυτές τις ενδείξεις.
Κυτταρολογική εξέταση: Η κυτταρολογική εξέταση γίνεται από ειδικό κυτταρολόγο με λήψη κυττάρων από ύποπτο όγκο του μαστού, με λεπτή βελόνα. Αποτελεί μία πρώτη προσέγγιση διάγνωσης και κυτταρολογικής ταυτοποίησης του όγκου. Είναι ακίνδυνη και δεν διασπείρει την νόσο. Έχει περιορισμούς, δεδομένου ότι δεν μπορεί να ελέγξει την θετικότητα του HER-2 με μερική ενδεχόμενη προσέγγιση των ορμονικών υποδοχέων.
Βιοψία: Βιοψία μαστού είναι η λήψη ιστού από ένα όγκο του μαστού ή ένα ύποπτο ογκίδιο. Μπορεί να γίνει διαδερμικά χωρίς χειρουργική τομή, με ειδική κόπτουσα βελόνη βιοψίας, κατευθυνόμενη μέσω των υπερήχων (ακτίνες Χ) ή ειδικού οργάνου, του μαμμοτόμου, ώστε ο Χειρουργός Ογκολόγος να αφαιρέσει έναν πυρήνα ιστού από την ύποπτη περιοχή, που θα υποβληθεί σε ιστολογική εξέταση. Τα δείγματα βιοψίας αποστέλλονται για εργαστηριακή ανάλυση όπου οι ειδικοί Παθολογοανατόμοι θέτουν την οριστική διάγνωση του καρκίνου. Η Ιστολογική εξέταση θα προσδιορίσει τον κυτταρικό τύπο (αν τα καρκινικά κύτταρα προέρχονται από τους πόρους ή τα λοβία), θα χαρακτηρίσει τον βαθμό διαφοροποίησης του κυττάρου (πόσο δηλαδή το κύτταρο μοιάζει στο φυσιολογικό) και επομένως την επιθετικότητα (βαθμός) καθώς και την ύπαρξη ή μη και ορμονικών υποδοχέων, που καθορίζουν την ευαισθησία του όγκου στις ορμόνες.