Τι είναι το ανοσοποιητικό σύστημα; Πως λειτουργεί;
Αν θέλαμε να δώσουμε έναν ορισμό του ανοσοποιητικού συστήματος θα λέγαμε ότι είναι ένα σύνολο οργάνων, ειδικών κυττάρων και ουσιών, που έχει σαν βασικό σκοπό την άμυνα και την προφύλαξη του οργανισμού μας κατά της προσβολής από βλαπτικούς παράγοντες, όπως είναι μικρόβια, ιοί ή άλλοι όπως ο καρκίνος.
Κάθε νέα ουσία που δεν αναγνωρίζεται σαν φυσιολογική και θεωρείται «ξένη» για τον οργανισμό σημαίνει «συναγερμό» και επίθεση από το ανοσοποιητικό μας σύστημα, που έχει σαν αποτέλεσμα την καταστροφή οποιασδήποτε δομής περιέχει την ξένη ουσία. Αυτό συμβαίνει με τα καρκινικά κύτταρα, που έχουν στην επιφάνεια ή στο εσωτερικό τους συγκεκριμένα αντιγόνα. Δυστυχώς, όμως, τα καρκινικά κύτταρα δεν αναγνωρίζονται πάντοτε σαν ξένα από τον οργανισμό, δεδομένου ότι δεν διαφέρουν σημαντικά από τα φυσιολογικά και γι’ αυτό άνθρωποι με απόλυτα υγιές ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να νοσήσουν από καρκίνο.
Κάποιες άλλες φορές αναγνωρίζονται τα καρκινικά κύτταρα σαν ξένα προς τον οργανισμό, αλλά η ανοσιακή απάντηση που προκαλείται δεν είναι τόσο ισχυρή ώστε να τα καταστρέψει.
Η σύγχρονη έρευνα έχει σαν σκοπό την εξεύρεση τρόπων υπέρβασης αυτών των προβλημάτων με την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος στην αναγνώριση των καρκινικών κυττάρων και την ενδυνάμωση της ανοσιακής απάντησης, που θα οδηγούσε τελικά στην καταστροφή τους.
Τι είναι η ανοσοθεραπεία;
Η ανοσοθεραπεία είναι η θεραπευτική μέθοδος, που χρησιμοποιεί το ανοσοποιητικό μας σύστημα, στον αγώνα κατά ορισμένων ασθενειών όπως ο καρκίνος. Η χρησιμοποίηση του ανοσοποιητικού μας συστήματος στην θεραπεία του καρκίνου, μπορεί να γίνει με δύο τουλάχιστον τρόπους:
- Με την διέγερση του συστήματος και την «επίθεσή» του στα καρκινικά κύτταρα
- Με την χορήγηση παραγόντων, όπως π.χ. συνθετικές πρωτεΐνες, που ενισχύουν την ανοσιακή απάντηση.
Τα τελευταία δέκα τουλάχιστον χρόνια, η ανοσοθεραπεία αποτελεί σημαντικό μέρος της θεραπευτικής μας φαρέτρας στην μάχη με τον καρκίνο και έχει αλλάξει την θεραπευτική αντιμετώπιση και την πορεία ορισμένων μορφών καρκίνου με πολύ κακή πρόγνωση, όπως το μεταστατικό μελάνωμα. Η διεξαγωγή μεθοδικής και εντατικής έρευνας, έχει σαν αποτέλεσμα την ανακάλυψη νέων θεραπευτικών παραγόντων με διαφορετικούς τρόπους επίδρασης στο ανοσοποιητικό σύστημα, με τελικό στόχο την συνολική αντιμετώπιση του καρκίνου στο μέλλον. Η ανοσοθεραπεία δεν δρα σε όλους τους καρκίνους. Μπορεί να έχει σημαντική δράση σε ορισμένα νεοπλάσματα σαν μονοθεραπεία ή να είναι δραστική σε άλλα μόνο σε συνδυασμό με άλλες θεραπευτικές μεθόδους.
Τύποι καρκινικής ανοσοθεραπείας
Οι βασικοί τύποι ανοσοθεραπείας στον καρκίνο είναι:
1. Εμβόλια: Είναι γνωστό στους περισσότερους ότι τα εμβόλια χορηγούνται σε υγιείς ανθρώπους για την πρόληψη λοιμώξεων. Στα εμβόλια αυτού του τύπου χρησιμοποιούνται εξασθενημένοι ιοί ή μικρόβια, τα οποία ενεργοποιούν την έναρξη της ανοσιακής απάντησης.
Στην Ογκολογία κάποια εμβόλια χρησιμοποιούνται στην πρόληψη καρκίνων, που οφείλονται σε ιούς, όπως τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων (Human Papilloma Virus – HPV), που είναι υπεύθυνος για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, του λάρυγγα, του πρωκτού κ.ά. ή τον ιό της Ηπατίτιδας Β, που θεωρείται υπεύθυνος για τον ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Εμβόλια, που προφυλάσσουν από λοιμώξεις με τέτοιους ιούς, συμβάλουν στην πρόληψη και των συγκεκριμένων καρκίνων. Τα εμβόλια αυτά (π.χ. Cervarix, Gardasil) ανήκουν στην κατηγορία των παραδοσιακών εμβολίων και χρησιμεύουν μόνο για τους καρκίνους, που οφείλονται σε λοιμώξεις.
Εκτός όμως από την πρόληψη ορισμένα εμβόλια χρησιμοποιούνται στην θεραπεία κάποιων καρκίνων. Τα συγκεκριμένα εμβόλια προσπαθούν να προκαλέσουν την κινητοποίηση και την επίθεση του ανοσιακού συστήματος κατά των καρκινικών κυττάρων.
Στην δημιουργία τέτοιων εμβολίων χρησιμοποιούνται καρκινικά κύτταρα, μέρη κυττάρων ή καθαρά αντιγόνα. Ορισμένα εμβόλια χρησιμοποιούν κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος του ίδιου του ασθενούς. Τα συγκεκριμένα εμβόλια επιτίθενται στα καρκινικά κύτταρα με ένα ή περισσότερα αντιγόνα.
Είναι γνωστό ότι ο καρκίνος είναι αποτέλεσμα πολλαπλών μεταλλάξεων, οι οποίες μπορεί να είναι διαφορετικές σε κάθε ασθενή. Επομένως η εξατομίκευση της θεραπείας με εμβόλια, αποτελεί αντικείμενο μελλοντικών μελετών.
2. Μονοκλωνικά αντισώματα: Ένας από τους τρόπους επίθεσης του ανοσοποιητικού σε ξένες ουσίες είναι η δημιουργία αντισωμάτων, δηλαδή ειδικών πρωτεϊνών, που εξουδετερώνουν άλλες πρωτεϊνες – εισβολείς, τα αντιγόνα.
Το 1975 οι George Kohler και Cesar Milstein, βραβεύθηκαν με το βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας, για την δημιουργία αθάνατων αντισωμάτων κατά γνωστών αντιγόνων, από την σύντηξη κυτταρικών σειρών μυελώματος με Β κύτταρα ποντικού. Το 1988 ο Greg Winter και η ομάδα του κατάφεραν να βρουν την τεχνική για την παρασκευή εξανθρωποποιημένων μονοκλωνικών αντισωμάτων, που μοιάζουν πολύ με τα ανθρώπινα. Για την δημιουργία ενός εξειδικευμένου μονοκλωνικού αντισώματος, οι ερευνητές πρέπει πρώτα να εντοπίσουν το κατάλληλο αντιγόνο, στο οποίο θα επιτεθεί το αντίσωμα. Στον καρκίνο αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Πολλά μονοκλωνικά αντισώματα έχουν εγκριθεί και κυκλοφορούν τις τελευταίες δύο δεκαετίες και κάποια από αυτά έχουν αλλάξει την πορεία ορισμένων καρκίνων.
Σε ποσοστό 20-30%, του καρκίνου του μαστού υπερεκφράζεται ο υποδοχέας του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (HER-2). Η υπερέκφραση του HER-2 σχετίζεται με επιθετικό φαινότυπο και κακή πρόγνωση. Το Trastuzumab, ένα ανασυνδυασμένο εξανθρωποποιημένο μονοκλωνικό αντίσωμα, που δεσμεύεται από το εξωκυττάριο τμήμα του υποδοχέα του HER-2, έχει αλλάξει την πορεία και την πρόγνωση τόσο του μεταστατικού όσο και του πρώιμου καρκίνου του μαστού.
Δύο μονοκλωνικά αντισώματα, που δεσμεύονται από τον υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα, EGFR (cetuximab, panitumumab) είναι δραστικά στον καρκίνο του παχέος εντέρου.
Ένα άλλο αντίσωμα, το bevacisumab (Avastin), που αναστέλλει την δημιουργία νέων αγγείων μέσω της δράσης του στον αγγειακό ενδοθηλιακό αυξητικό παράγοντα (VEGF), έχει πάρει έγκριση και χορηγείται με επιτυχία στον μεταστατικό καρκίνο του πνεύμονα, του παχέος εντέρου και του νεφρού.
Υπάρχουν μονοκλωνικά αντισώματα, που ασκούν την δράση τους μέσω σύνδεσης με άλλους παράγοντες όπως ραδιοϊσότοπα ή χημειοθεραπευτικά φάρμακα. Ένα παράδειγμα σύνδεσης με χημειοθεραπευτικό παράγοντα είναι το φάρμακο TDM-1 (Kadcyla), ένα αντίσωμα, που στοχεύει την πρωτεΐνη HER-2, και συνδέεται με το χημειοθεραπευτικό DM-1, για την αντιμετώπιση του μεταστατικού καρκίνου του μαστού με ενίσχυση της πρωτεΐνης HER-2.
3. Αναστολείς των σημείων ανοσιακού ελέγχου (Immune Checkpoint Inhibitors):
Όταν εντοπίζεται ένα «ξένο» κύτταρο, το ανοσοποιητικό σύστημα του επιτίθεται, χρησιμοποιώντας σημεία ελέγχου, μόρια δηλαδή ορισμένων ανοσοκυττάρων, που χρειάζεται να δραστηριοποιηθούν (ή να αδρανοποιηθούν) προκειμένου να ξεκινήσει η ανοσιακή απάντηση στον εισβολέα, προφυλάσσοντας τα υγιή κύτταρα.
Τα καρκινικά κύτταρα όμως, είναι αρκετά «πονηρά», ώστε να βρίσκουν τρόπους να χρησιμοποιούν αυτά τα «οδοφράγματα» για να αποφύγουν ή να αποκρούσουν την επίθεση του ανοσοποιητικού.
Την τελευταία πενταετία, αναπτύχθηκαν νέα πολλά υποσχόμενα φάρμακα, που στοχεύουν τα σημεία ελέγχου και επιτρέπουν την επίθεση των λεμφοκυττάρων και την τελική καταστροφή του καρκινικού κυττάρου.
Φάρμακα όπως το Nivolumab ή το Pembrolizumab, είναι πολύ δραστικά στην αντιμετώπιση του μεταστατικού μελανώματος, επιτρέποντας σε κάποιους ασθενείς να ζήσουν πολύ περισσότερο με καλή ποιότητα ζωής. Φαίνεται από τελευταίες μελέτες, ότι είναι δραστικά και σε άλλους καρκίνους όπως ο καρκίνος του πνεύμονα, του νεφρού και του παχέος εντέρου.
Διεξάγονται πολλές μελέτες συνδυασμών με άλλα φάρμακα, που υπόσχονται πολλά για την αντιμετώπιση ορισμένων τουλάχιστον μορφών καρκίνου, που είχαν πολύ μικρές δυνατότητες αντιμετώπισης με πολύ πτωχά αποτελέσματα μέχρι σήμερα.
Με τα σημερινά δεδομένα αντιμετωπίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία και μπορούμε πλέον να πούμε ότι το 70% των καρκίνων ξεπερνάει την πενταετή επιβίωση, γεγονός, που σε πολλές περιπτώσεις σημαίνει ίαση.